- στοχασμός
- ο1. σκέψη: Του λείπει ο στοχασμός.2. ό,τι σκέφτεται κάποιος: Δεν μπορώ να παρακολουθήσω τους στοχασμούς του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στοχασμός — guessing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμός — ο, ΝΜΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. μσν. σκέψη, λογισμός («απ ένα εις άλλο στοχασμό πηγαίνει», Σολωμ.) μσν. αρχ. πρόθεση, στόχος μιας ενέργειας (α. «γαστριμαργία... στοχασμοῡ φόβητρον», Νείλ. β. «μελέτης στοχασμός», Πλάτ.) αρχ. 1. εικασία («τὸν στοχασμὸν … Dictionary of Greek
στοχασμοῖς — στοχασμός guessing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμοί — στοχασμός guessing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμοῦ — στοχασμός guessing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμούς — στοχασμός guessing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμῶν — στοχασμός guessing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμῷ — στοχασμός guessing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμόν — στοχασμός guessing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρία — (Ιστορ.). Αντιπροσωπείες που έστελναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στις πανελλήνιες γιορτές. Σπουδαιότερη θ. των Αθηναίων ήταν εκείνη που παρίστατο στη γιορτή του Δηλίου Απόλλωνα. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιθέωρος, που αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Τα… … Dictionary of Greek